κακοποιούμαι

κακοποιούμαι
κακοποιούμαι, κακοποιήθηκα, κακοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

  • κακουχώ — (AM κακουχῶ, έω) 1. υποβάλλω κάποιον σε κακουχίες, κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω 2. παθ. κακουχούμαι, έομαι κακοποιούμαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι νεοελλ. μσν. υπόκειμαι σε στερήσεις και θλίψεις, υποφέρω, τυραννιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • παραλυπώ — έω, Α 1. πειράζω, ενοχλώ κάποιον («καὶ ἄλλο παρελύπει κατ ἐκεῑνον τὸν χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων», Θουκ.) 2. στρ. δημιουργώ στενότητα πεδίου δράσεως με αντιπερισπασμό («οὐ γὰρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν», Θουκ.) 3. παθ. παραλυποῡμαι,… …   Dictionary of Greek

  • περικονδυλίζομαι — Α δέχομαι πολλά γρονθοκοπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κονδυλίζομαι «κακοποιούμαι, γρονθοκοπούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπηρεάζω — Α·1. απειλώ, προσβάλλω και κακοποιώ κάποιον επί πλέον 2. παθ. προσεπηρεάζομαι κακοποιούμαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπηρεάζω «απειλώ, φοβερίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποδηούμαι — όομαι, Α κακοποιούμαι ή καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δῃῶ, όω «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”